πρωκτόδαιο

πρωκτόδαιο
το, Ν
ζωολ. τμήμα τού εμβρυϊκού πεπτικού σωλήνα τών σπονδυλοζώων που σχηματίζει το πίσω μέρος τής αμαρικής αίθουσας και είναι εξωδερμικής προέλευσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proctodaeum < πρωκτός + ὁδαῖος (< ὁδός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωκτοδαιϊκός — ή, ό, Ν [πρωκτόδαιο] φρ. «πρωκτοδαιϊκή τροφοδοσία» ζωολ. όρος που αναφέρεται στην τροφή τών τερμιτών, η οποία προέρχεται από την εδρική κοιλία, είναι πλούσια σε συμβιωτικά πρώτιστα και προσφέρεται από έναν ενήλικο σε έναν άλλο έπειτα από απαίτησή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”